Home / Famous Talks  / Ελένη Κοκκίδου: “Δεν είπα ποτέ ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Είμαι έτσι φτιαγμένη”.

Ελένη Κοκκίδου: “Δεν είπα ποτέ ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Είμαι έτσι φτιαγμένη”.

Μία από τις πιο γλυκιές φυσιογνωμίες της τηλεόρασης, σε έναν από τους πιο γλυκούς ρόλους στην ιστορία του ελληνικού θέατρου. Η Ελένη Κοκκίδου πρωταγωνιστεί φέτος ως Λωξάντρα στην ομώνυμη παράσταση, που περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα με παραστάσεις μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Σε μία όμορφη κουβέντα γεμάτη θετική ενέργεια, μας μίλησε για το πώς βίωσε η ίδια τον συγκεκριμένο και τόσο αγαπημένο ρόλο της Πολίτισσας μητέρας, για το θέατρο εν γένει που τόσο αγαπάει και υπηρετεί με “πνευματικότητα” όπως λεει, χωρίς να παραλείψει να αναφερθεί στην εξίσου αγαπημένη Βουλίτσα, που ερμηνεύει στην “Μουρμούρα”, αποκαλύπτοντάς μας από ποιο κόμικ εμπνεύστηκε τον τρόπο, που την υποδύεται!

 

 

Η Λωξάντρα είναι μία παράσταση που δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Πώς θα την περιγράφατε, ωστόσο, εσείς, έχοντας ερμηνεύσει τον ομώνυμο και τόσο αγαπημένο αυτό ρόλο;

Η Λωξάντρα είναι μια παράσταση αγάπης. Είναι μια παράσταση, που μιλάει στην καρδιά των ανθρώπων, στις μνήμες που έχουμε όλοι από τους πιο παλιάς κοπής ανθρώπους, από τις μανάδες μας και τις γιαγιάδες μας, όταν ακόμη η γυναίκα ήταν στο σπίτι και δε δούλευε. Γιατί από τότε που άρχισε να δουλεύει, η οικογένεια απέκτησε άλλη δομή. Η Λωξάντρα είναι η κυρία του σπιτιού, η γυναίκα που αναλαμβάνει το ζειν και το ευ ζειν των ανθρώπων της οικογένειας. Είναι μια γυναίκα, που αγαπάει πάρα πολύ τους πάντες, όλων των φυλών, όλων των ηλικιών, την οικογένεια τη στενή αλλά και την ευρύτερη. Τον Τούρκο, που της φέρνει τον καφέ κάθε μέρα και τα λένε, τον Αρμένη, τον Εβραίο και επίσης αγαπάει πάρα πολύ τα ζώα. Είναι μια γυναίκα, που πιστεύει στο δίκαιο και ζητάει από αυτούς που έχουν χρήματα, να βοηθήσουν όσους δεν έχουν. Σε κάποιο σημείο του έργου κρύβει τον αγαπημένο της υπηρέτη κάτω από το κρεβάτι, κάτι τρομερά επικίνδυνο, γιατί αν οι Τούρκοι καταλάβαιναν ότι κρύβει Αρμένιο στο σπίτι, θα τους έσφαζαν όλους. Αυτό είναι η Λωξάντρα. Μία αμέριστη αγάπη. Και αυτό είναι και η παράστασή μας. Οι άνθρωποι που έρχονται να μας δουν αυτό νιώθουν. Γελούν πάρα πολύ, συγκινούνται πάρα πολύ… Είναι η ίδια η ζωή αυτή η παράσταση. Τα έχει όλα. Έχει τη συγκίνηση, έχει το τραγούδι, έχει το τραγούδι και το χορό.

 

Πού θεωρείτε ότι βασίζεται η διαχρονικότητα της παράστασης, αλλά και το γεγονός ότι χαίρει τόσο μεγάλης αποδοχής και αγάπης από τον κόσμο; Ιδιαίτερα αν λάβουμε σαν δεδομένο, ότι πρόκειται για ένα έργο που έχει αγαπηθεί αρχικά ως μυθιστόρημα και στη συνέχεια ως θεατρικό, αλλά και ως σειρά της τηλεόρασης.

Γιατί έχει όλα αυτά, που σας είπα πριν. Που έχουν να κάνουν με την ανθρωπιά. Είναι ένα μυθιστόρημα, που κρατάει την ντοπιολαλιά της εποχής εκείνης, του μισού του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου και θυμίζει στον κόσμο τη μήτρα! Τη μάνα! Για αυτό πάντα το αγαπούν. Η Λωξάντρα είναι μια Παναγιά. Ποιος δεν το θέλει αυτό στη ζωή του; Ποιος δε ζητάει αυτήν την αγκαλιά; Αυτό το καταφύγιο. Να μπει μέσα στην αγκαλιά μιας γυναίκας, που θα τον κανακέψει, θα τον προστατέψει και θα τον φροντίσει;

 

 

Είναι γνωστό ότι έχετε μεγάλη και σημαντική καριέρα στο θεατρικό σανίδι. Πόσο εύκολο είναι περιοδεύεις με έναν θίασο σε όλη τη χώρα; Και ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία, που έχετε αντιμετωπίσει επί σκηνής;

Οι δυσκολίες είναι αρκετές. Όταν έχει τρομερή ζέστη και υγρασία και στάζεις ολόκληρος (γέλια) ή όταν κρυώνεις πολύ. Απλά πράγματα και πολύ φυσιολογικά. Σε μία περιοδεία, τώρα, είναι ακόμη πιο κουραστικό, γιατί κάθε μέρα αλλάζεις πόλη. Κάθε μέρα έχεις ταξίδι και παράσταση, οπότε φροντίζεις να κοιμάσαι όσο μπορείς και να ξεκουράζεσαι ενδιάμεσα, για να τα βγάλεις πέρα. Από την άλλη, εγώ νιώθω σαν τον αθλητή, που παίρνει την Ολυμπιακή δάδα από μια πόλη και τη μεταφέρει στην επόμενη. Στην ουσία μεταφέρεις ένα μήνυμα. Με αυτήν την παράσταση μεταφέρουμε το μήνυμα της αγάπης από πόλη σε πόλη. Και είναι σαν να έχουμε αναλάβει ένα χρέος. Να μεταφέρουμε αυτό το μήνυμα σε όσες περισσότερες πόλεις και σε όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούμε. Αυτό που με ευχαριστεί επίσης πολύ είναι ότι έρχονται πολλά παιδιά να μας δουν, προφανώς λόγω της δουλειάς μου στη Μουρμούρα. Και μου αρέσει πολύ το γεγονός, ότι είναι μικρά παιδιά και έρχονται σε επαφή με κάτι, που δεν το συναντάνε εύκολα στην προσωπική τους ζωή. Επειδή, όπως είπαμε και πριν, η οικογένεια δεν είναι όπως ήταν. Μου αρέσει που τα παιδιά έρχονται σε επαφή με μια τέτοια συνθήκη. Γιατί έχει πολλή “ανθρωπίλα” αυτή η παράσταση!

 

Όπως η παράσταση αυτή “βγάζει” αγάπη, έτσι κι εσείς βγάζετε μια αγάπη για το θέατρο. Νιώθετε πως αυτό το είδος σας εκφράζει καλύτερα από ότι ο κινηματογράφος ή η τηλεόραση;

Το θέατρο είναι ο χώρος, όπου ο ηθοποιός μεγαλώνει και εξελίσσεται συνεχώς. Και στον κινηματογράφο μαθαίνεις πράγματα, όπως και στην τηλεόραση, εννοείται. Απλώς το θέατρο είναι πολλών διαστάσεων χώρος. Έχει μια πνευματικότητα. Χρειάζεται πνευματικότητα το να παίζεις θέατρο. Είναι μια δουλειά στην οποία χρησιμοποιείς τα πάντα. Το μυαλό, την καρδιά, το νευρικό σου σύστημα… Στην κάμερα τα πράγματα είναι λίγο σε σμίκρυνση. Είναι όλα αυτά, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Εγώ έμαθα πάρα πολλά από την ύπαρξή μου στη Μουρμούρα όλα αυτά τα χρόνια. Πάρα πολλά. Σαν ηθοποιός. Δε θεωρώ ότι είναι κάτι δεύτερο. Απλώς το μέγεθος είναι πολύ μεγαλύτερο στη σκηνή.

 

 

Παράλληλα με τη Λωξάντρα, συνεχίζουμε να σας απολαμβάνουμε και τηλεοπτικά στην πολύ αγαπημένη σειρά του κοινού, τη Μουρμούρα. Τι νιώθετε ότι έχετε αποκομίσει από την παρουσία σας στη συγκεκριμένη σειρά έως σήμερα;

Η Μουρμούρα μου έδωσε τη δυνατότητα να συνομιλήσω με ανθρώπους σε όλες τις μεριές της Ελλάδας, όπως επίσης και με τους Έλληνες του εξωτερικού. Να επικοινωνήσω, να δεθώ μαζί τους. Αυτή τη δυνατότητα μόνο ένα τέτοιο μέσο, όπως η τηλεόραση, μπορεί να στη δώσει. Υποδύομαι μια γυναίκα πολύ “αναγνωρίσιμη” στη Μουρμούρα, γιατί έχει μια παιδικότητα αυτή η γυναίκα, κρατάει το παιδί μέσα της και αυτό ξυπνάει στους θεατές τη δική τους παιδικότητα. Για αυτό, άλλωστε, τους αρέσει τόσο πολύ και την αγαπούν. Την αγαπούν πάρα πολύ τη Βούλα. Με σταματάει κόσμος και λέει ‘σας λατρεύω’. Γιατί χτυπάει στην παιδικότητα αυτός ο ρόλος. Τους θυμίζει ότι κάποτε ήταν παιδιά και αυτοί και μάλιστα σκανδαλιάρικα παιδιά. Όταν μου έδωσαν το πρώτο επεισόδιο να το διαβάσω, κατάλαβα ότι αυτός ο ρόλος πρέπει να είναι μία Μαφάλντα. Για αυτό και έφτιαξα έτσι τα μαλλιά μου, για να θυμίζω αυτό. Είναι μια σειρά, που παρακολουθεί όλη η οικογένεια. Υπάρχει μεγάλη μαζικότητα και τεράστιο εύρος ηλικιακό στην τηλεόραση. Σου δίνει αυτή τη δυνατότητα, να επικοινωνήσεις με όλον αυτόν τον κόσμο και είναι καταπληκτικό. Αυτό δε μπορείς να το έχεις στο θέατρο ποτέ.

 

 

Πώς ακριβώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με την υποκριτική;

Χωρίς να το καταλάβω. Αλλά δεν ήταν τυχαίο, γιατί τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όταν έβλεπα θέατρο, πάντα ένιωθα ότι είμαι με αυτούς που είναι πάνω στη σκηνή. Όχι με αυτούς που είναι κάτω. Υπήρχε λοιπόν κάτι που με έσπρωχνε προς τα εκεί, που είναι ανεξερεύνητο. Γεννήθηκα έτσι προφανώς και με οδήγησε η ίδια η ζωή προς τα εκεί. Στην αρχή σπούδασα ψυχολογία, μετά σπούδασα ξενάγηση και μετά έπαιξα ερασιτεχνικά σε έναν θίασο, γιατί μου το ζήτησαν. Πάντα ένιωθα μια οικειότητα με το θέατρο. Έπαιξα λοιπόν σε μια παράσταση, συνάντησα ανθρώπους που πηγαίναν σε δραματικές σχολές, ή “φτασμένους” ηθοποιούς και μου λέγανε όλοι εσύ πρέπει να δώσεις εξετάσεις. Ε και έδωσα! Και μπήκα σε αυτό το δρόμο. Αλλά σιγά σιγά κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο δρόμος για μένα. Η τέχνη γενικότερα. Γιατί από παιδί τραγουδούσα, έπαιζα πιάνο και ακόμη τραγουδάω. Θέλω να πω είχα τέτοιες “ιδιότητες” σαν άνθρωπος, οπότε ο ίδιος μου ο εαυτός με οδήγησε εκεί. Δεν είπα ποτέ εγώ θέλω να γίνω ηθοποιός. Είμαι έτσι φτιαγμένη.

 

Αν κάνατε μια αναδρομή στην πορεία σας μέχρι σήμερα, θεωρείτε ότι έχετε κατακτήσει όλα όσα είχατε θέσει ως στόχο; Και ποιος στόχος σας παραμένει ίσως ανεκπλήρωτος και ελπίζετε για αυτόν στο μέλλον;

Όχι, όχι. Δεν έχω κατακτήσει τίποτα. Συνεχίζω και προχωράω μπροστά, ζω αγκαλιά με την τέχνη μου και έχω πολύ δρόμο μπροστά μου ακόμη…Η πορεία στην τέχνη είναι μια πορεία που δε σταματάει. Δε φτάνεις ποτέ κάπου. Αν φτάνεις κάπου, σημαίνει ότι δεν είσαι φύσει καλλιτέχνης. Ο καλλιτέχνης διαρκώς αναζητεί και διαρκώς προχωρά. Γιατί ο δρόμος αυτός είναι ατέλειωτος. Και συνεχώς μαθαίνει. Συνεχώς συνδιαλέγεται με άλλους καλλιτέχνες και συνεχίζει την πορεία του.

 

Επόμενα επαγγελματικά σχέδια. Υπάρχει κάτι που μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας;

Κάτι, που θέλω να μοιραστώ μαζί σας, είναι ότι του χρόνου, τη δεύτερη σεζόν, δηλαδή μετά το Γενάρη του 2020, θα ξαναπαίξω τη “Γυναίκα της Πάτρας”, 10 χρόνια ακριβώς μετά από την πρώτη φορά. Ένα μονόλογο που με καθόρισε το 2010 και θα τον ξανακάνω στην Αθήνα.

 

 

 

[email protected]

Journalist, blogger, dreamer... Believe you can. And you're halfway there!