Home / Famous Talks  / Ιεροκλής Μιχαηλίδης: Έγινα ηθοποιός χωρίς να έχω συνείδηση του τι ακριβώς επιλέγω να κάνω…

Ιεροκλής Μιχαηλίδης: Έγινα ηθοποιός χωρίς να έχω συνείδηση του τι ακριβώς επιλέγω να κάνω…

Λίγοι είναι οι ηθοποιοί στην Ελλάδα, που έχουν κάνει την καριέρα του Ιεροκλή Μιχαηλίδη. Όχι μόνο από άποψη “μακροβιότητας”, όσο και από άποψη “ποικιλίας”. Τηλεόραση, θέατρο, κινηματογράφος, stand up show και σκηνοθεσία. Κάθε φόρα οι επιλογές του είναι  διαφορετικές, έχοντας όμως πάντα ένα κοινό σημείο. Ένα κριτήριο “βαθύτατα εσωτερικό”, όπως ο ίδιος επισημαίνει.

 

Με αφορμή “Το Τάβλι”, στο οποίο συμπρωταγωνιστεί με τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης μας δίνει μια μικρή γεύση από την παράσταση και όσα πρόκειται να δούμε σε αυτήν, σχολιάζοντας κομμάτια της ελληνικής νοοτροπίας και πραγματικότητας, ενώ μας μιλάει για τη δική του “επιπόλαιη” σχέση με την υποκριτική, αποκαλύπτοντας τον “παράδοξο” τρόπο, που συμβουλεύει τους νέους συναδέλφους του…

 

 

 

 

Προφητικό και διαχρονικά επίκαιρο, το “Τάβλι” πρωτοανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης το 1972 και δεν έχει σταματήσει να ανεβαίνει σε θεατρικές σκηνές μέχρι και σήμερα. Πού θα εντοπίζατε εσείς την διαχρονική του ταύτιση με την νεοελληνική νοοτροπία και πώς θα το περιγράφατε με λίγα λόγια;

“Το Τάβλι” είναι ένα δημοφιλέστατο έργο, που έχει ανέβει και σε επαγγελματικές σκηνές και σε ερασιτεχνικές. Κυρίως βέβαια έχει ανέβει από ερασιτεχνικές ομάδες. Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, έξυπνο, πυκνό και παρόλο που φαινομενικά υπάρχει ένας νατουραλισμός, όπου δε γίνονται συγκλονιστικά πράγματα, είναι ένα κείμενο το οποίο συνδυάζει με πολύ ενδιαφέρον την κωμωδία με το δραματικό στοιχείο. Την πικρή κωμωδία. Θα έλεγα ότι είναι μία σάτιρα, με ηθογραφικά στοιχεία… Κυρίως, νομίζω, ότι είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα ψυχογραφία, μία ανατομία ψυχική, μιας πλευράς του νεοελληνικού μας χαρακτήρα, αυτού του ότι όλοι ψάχνουμε πολύ εύκολα, χωρίς κόπο, με την ελάσσονα προσπάθεια να πιάσουμε την καλή.

 

Μπορεί να είναι μία συγκυρία, που έτυχε, αλλά σίγουρα η χρονική περίοδος των παραστάσεων, λίγο πριν τις εκλογές, κάνει το έργο ακόμη πιο επίκαιρο. Γιατί άραγε ο Ελληνας στοχεύει πάντα στα κέρδη μέσω μιας καλής κομπίνας, όπως ο Φώντας και ο Κόλιας και όχι μέσω της τίμιας δουλειάς; Και σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι ευθύνεται για αυτό η ελληνική πολιτική πραγματικότητα;

Περισσότερο μία μερίδα Ελλήνων το κάνει αυτό και όχι όλοι οι Έλληνες, αλλά μάλλον είναι με αυτήν την έννοια λίγο εθνικό μας σπορ. Ίσως να συμβαίνει και αλλού. Εδώ οφείλεται και στη δομή του νεοελληνικού κράτους. Είμαστε ένα νέο κράτος, 200 ετών, οπότε προερχόμενοι από την Τουρκοκρατία και το φεουδαρχικό σύστημα, το πολύ γνωστό σε όλους μας το προεπαναστατικό, έχει δομηθεί εδώ ένα πελατειακό κράτος, οπότε και το δαιμόνιο των Ελλήνων οδηγείται και σε αυτή την κατεύθυνση… Πώς γίνεται να εξαπατήσουμε τους άλλους, για να βγάλουμε χρήματα εύκολα. Είναι κυρίως κοινωνικό το φαινόμενο. Αν κάποια στιγμή δούμε ότι λειτουργεί ένα κράτος κανονικά, με κανόνες σεβαστούς από όλους, όπως πρέπει να είναι άλλωστε η δημοκρατία, νομίζω ότι αυτό το φαινόμενο θα μειωθεί. Βέβαια όλο αυτό ίσως ακούγεται κλισέ και βαρετό. Στο έργο αυτό καθεαυτό, όμως, είναι πολύ ενδιαφέρον. Ιδίως οι χαρακτήρες και ο τρόπος, που τους χειρίζεται ο Κεχαΐδης, δημιουργούν ένα αποτέλεσμα απολαυστικό. Για αυτό δικαιολογείται και η δημοφιλία του έργου. Όχι μόνο στους ηθοποιούς, που θέλουν να το παίζουν, αλλά και στους θεατές. Το “Τάβλι” ήταν ανέκαθεν ένα έργο, που ιντρίγκαρε πολύ τους θεατές.

 

 

Παλιότερα είχατε πει πως ο πολιτικός λόγος έχει ξεπέσει και υπάρχει απόλυτος ευτελισμός και γελοιοποίηση. Υπάρχει άραγε, κατά τη γνώμη σας ελπίδα σε αυτόν τον τόπο; Τι είναι αυτό που χωλαίνει στην χώρα μας και τι θεωρείτε πως θα έπρεπε να αλλάξει και μάλιστα άμεσα;

Βλέπετε να έχει αλλάξει κάτι μέχρι σήμερα; Αν έπρεπε να αλλάξει κάτι άμεσα, πάντως, αυτό είναι η παιδεία. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην εκπαίδευση, αλλά γενικότερα στην παιδεία μας. Και φυσικά πρέπει να υπάρχει ένας δημόσιος διάλογος, όπου τα πράγματα να ειπωθούν με το όνομά τους. Γιατί μέχρι σήμερα δε συνέβαινε αυτό. Τώρα τελευταία ίσως αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε τα προβλήματα, που μας απασχολούν ως κοινωνία και τους βαθύτερους λόγους, που μας οδήγησαν σε αυτήν την κρίση, η οποία είναι πολιτισμική και δευτερευόντως οικονομική. Αλλά μέχρι τώρα προσπαθούσαν όλοι να βρουν εύκολες λύσεις. Όπως και οι ήρωες του έργου προσπαθούν να βρουν μια εύκολη λύση, έτσι και εμείς ως ψηφοφόροι, την κρίση προσπαθήσαμε να την αντιμετωπίσουμε πάλι με λίγο λαμογιά. Αντί δηλαδή να δούμε πού είναι το πραγματικό πρόβλημα, το δομικό πρόβλημα, πού είναι οι παθογένειες της οργάνωσης της καθημερινής μας ζωής, εμείς είπαμε ‘δε φταίμε εμείς, φταίνε οι άλλοι’ και άρα πρέπει με κάποιον τρόπο να διαφύγουμε και όχι να επιλύσουμε τα θέματα. Αυτό βέβαια δεν έχει να κάνει με τις πιέσεις, που δεχτήκαμε από τις αγορές του εξωτερικού. Από τη γερμανική οικονομική πολιτική. Τα πράγματα είναι δεδομένα, ότι αυτοί μας έστρεψαν σε λάθος κατεύθυνση, υπάρχουν άλλου είδους συμφέροντα, οι αγορές λειτουργούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο και νοοτροπία. Αυτό είναι δεδομένο. Δεν νομίζω ότι το αμφισβητεί κανείς. Πέρα από αυτό όμως, το θέμα είναι εμείς τι μπορούμε να κάνουμε , εσωτερικά σαν κοινωνία, για να μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε. Και εκεί όμως πάλι φερθήκαμε ανώριμα νομίζω και σε αυτό φταίνε και οι ηγέτες μας, γιατί μας παραπληροφορήσανε. Διαδοχικά είπαν όλοι ψέματα. Εδώ και χρόνια. Από τις κυβερνήσεις της ευημερίας. Ειδικά στις τελευταίες λίγο πριν την κρίση, τα πράγματα γίνανε τελείως χύμα…. Και αντί να πούνε ”παιδιά έχουμε συγκεκριμένα προβλήματα, που πρέπει να λυθούν με συγκεκριμένο τρόπο”, αυτοί είπαν ”δε φταίμε εμείς, φταίνε οι άλλοι”. Μέχρι σήμερα, δηλαδή, προσπαθήσαμε να κουκουλώσουμε τα προβλήματα, ή να διαφύγουμε, ή να κάνουμε παιχνίδια εκβιασμού και δεν ακούγαμε σοβαρούς αναλυτές, είτε από το εσωτερικό ή το εξωτερικό, μόνο μέναμε στο φταίνε οι άλλοι όχι εμείς. Οι άλλοι φταίνε εννοείται και πάντα θα φταίνε. Όποιος είναι ισχυρός πάντα ”πατάει” όλους τους άλλους. Αυτό είναι νόμος. Όποιος ξέρει λίγη ιστορία. Το θέμα είναι εσύ τι κάνεις ως κοινωνία για να μπορείς να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις οποιαδήποτε εξωτερική απειλή.

Ένας τρόπος σχολιασμού της ελληνικής πραγματικότητας για εσάς, ήταν σίγουρα και η σάτιρα μέσα από τους  Άγαμους Θύτες, όπου συμμετείχατε γράφοντας, παίζοντας και σκηνοθετώντας. Πρόκειται για ένα μουσικοθεατρικό σχήμα, που αγαπήθηκε όσο λίγα στην Ελλάδα και δεν είναι τυχαίο ότι φέτος συμπληρώνει 29 χρόνια πορείας, από το 1990, που δημιουργήθηκε. Πείτε μας λίγα λόγια για το πώς σας ήρθε η ιδέα του συγκεκριμένου σχήματος. Έχουμε να περιμένουμε ως θεατές νέες εμφανίσεις από τους Άγαμους Θύτες στο μέλλον;

Ναι. Σκεφτόμουν μήπως παίζαμε και φέτος. Τελευταία στιγμή το ανέβαλα, γιατί είχα την αίσθηση ότι δεν είναι ακόμα ο καιρός. Κάναμε δύο χρόνια παύση και αποφάσισα να τα κάνουμε 2μιση και μετά να ξεκινήσουμε. Πριν τους Άγαμους, εγώ είχα ξεκινήσει να δουλεύω σε αυτά τα μικρά καφεθέατρα, παίζοντας ανάλογα σκετσάκια, χωρίς ένα οργανωμένο πλαίσιο συνολικό, που να έχω την ευθύνη. Έπαιζα ως guest σε μουσικά σχήματα. Διαπίστωσα κάποια στιγμή, ότι έτσι δεν έχει νόημα και ήταν κάτι χωρίς ενδιαφέρον. Επειδή προσωπικά με ενδιέφερε αυτό το είδος, κάποια στιγμή δουλεύοντας σε άλλα μαγαζιά, γνωρίστηκα με τους μουσικούς και τους πρότεινα να κάνουμε όλοι μαζί ένα πράγμα, στο οποίο να υπάρχουν αυτά τα σκετσάκια -τα οποία ήταν λίγα συνήθως στα παλιά καφεθέατρα, μια δυο εμφανίσεις- αλλά να διατρέχει όλο το πρόγραμμα ο θεατρικός σατυρικός λόγος και να μπορώ εγώ να έχω την εποπτεία όλου του υλικού. Δηλαδή να έχει όλο το πρόγραμμα ένα ενοποιημένο ύφος. Εναλλαγή κειμένων και μουσικής. Έτσι ξεκινήσαμε. Μετά μου ήρθε η ιδέα να το βαφτίσω και ως ομάδα αυτό το πράγμα. Να το βαφτίσω Άγαμοι Θύται. Και ξεκίνησε μια χρονιά δύσκολη. Με μικρή συμμετοχή των θεατών για 2-3 μήνες. Επιμείναμε, όμως και στην πορεία το πράγμα έγινε πολύ δημοφιλές. Μετά αποφάσισα ότι όλο αυτό δε θέλω να είναι one man show, γιατί έπαιζα μόνος μου τον πρώτο χρόνο όλα τα θεατρικά και ήταν μαζί μου 4 τραγουδιστές και η ορχήστρα. Και αποφάσισα σιγά σιγά ότι το σχήμα πρέπει να διευρυνθεί και από ηθοποιούς και από τραγουδιστές και να αποκτήσει μία άλλη ταυτότητα μέσα στον χρόνο, πράγμα που έκανα σιγά σιγά. Παίρνοντας κάθε χρόνο και έναν-δυο καινούριους ηθοποιούς και εναλλάσσοντας επίσης και τους quests. Μέχρι σήμερα αυτό γίνεται. Αυτή τη στιγμή, με αυτόν τον τρόπο, ξεκινώντας από το 1991, όταν πήρα τους πρώτους ηθοποιούς, μέχρι σήμερα υπάρχει μία βάση και μία οπτική και μία δομή της παράστασης και εκεί εντάσσονται, σε διάστημα 3-4 χρόνων, καινούριοι συνεργάτες.

 

 

Αποφοιτώντας από τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ξεκινήσατε την καριέρα σας ως ηθοποιός και ιδρυτικό μέλος μικρών πειραματικών θιάσων, έχοντας καταφέρει σήμερα να είστε από τους λίγους ηθοποιούς με τόσο μεγάλη παρουσία -ταυτόχρονα σε θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση- ενώ έχετε εργαστεί παράλληλα και πίσω από τις κάμερες, ως σκηνοθέτης και παραγωγός. Υπάρχει ίσως κάποιο απωθημένο στην καριέρα σας μέχρι σήμερα; Κάτι που θα θέλατε πολύ να είχατε κάνει και δεν έχετε καταφέρει ακόμη; 

Δεν έχω κάποιο απωθημένο. Νομίζω ότι έχω κάνει περισσότερα πράγματα, από αυτά που πίστευα ότι μπορούσαν να γίνουν. Αυτό που έκανα λιγότερο από όσο θα ήθελα είναι το σινεμά. Τηλεόραση έχω κάνει περισσότερη από ό,τι φανταζόμουνα, στο θέατρο εδώ και σχεδόν 35 χρόνια κάνω τα πράγματα, που μου αρέσουν και αγαπώ, οπότε αν μπορώ να πω ότι κάτι μου λείπει, είναι είτε να παίζω είτε να σκηνοθετήσω στο σινεμά. Σε όλα τα υπόλοιπα και στους Άγαμους, όλα γίνονται στο βαθμό που θα επιθυμούσα. Βέβαια αυτό έχει ένα μεγάλο κόστος, γιατί πρέπει μόνος σου να ξεκινάς μια ιδέα, να τη στήνεις, να κάνεις τις παραγωγές, να βρίσκεις τους συνεργάτες και αυτό έχει μεγάλα ρίσκα -και οικονομικά ρίσκα- πολλές φορές σε αφήνει στα κρύα του λουτρού (γέλια) και είναι σαν να ξεκινάς από το μηδέν, αλλά εντάξει. Έτσι κάνει και πιο ενδιαφέρον όλο αυτό το παιχνίδι.

 

Ηθοποιός και αναγνωρισιμότητα. Σε ποιο σημείο το δεύτερο σταματάει να είναι προαπαιτούμενο για μια επιτυχημένη καριέρα και γίνεται εμπόδιο; Εσείς πώς βιώσατε την “επιτυχία”, στο βαθμό που μεταφράζεται ως αγάπη και προσοχή του κόσμου; Βρήκατε τον τρόπο να τη διαχειριστείτε ή υπήρξαν φορές, που ενοχληθήκατε και νιώσατε άβολα;

Όχι, όχι καθόλου. Η αναγνωρισιμότητα δεν είναι κάτι, που σου δημιουργεί προβλήματα, σε αυτήν καθεαυτήν την δουλειά σου. Καταρχάς σε αυτή τη δουλειά το μόνο πρόβλημά σου είναι ο εαυτός σου και πώς πρέπει να αγωνιστείς εσύ, για να βρεις τον ρόλο σου και να κάνεις καλύτερα τη δουλειά σου. Οι θεατές κάποιες φορές είναι πολύ θερμοί και έρχονται, άλλες φορές αδιαφορούν, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας απασχολεί. Μας απασχολεί σε έναν βαθμό βέβαια, γιατί θέλουμε πάντα πολλούς θεατές σε όλες μας τις δουλειές, αλλά δε γίνεται πάντα αυτό. Είναι νόμος, ότι δε μπορείς να κάνεις μόνο πράγματα που έχουν πάρα πολλή μεγάλη προσέλευση. Αυτό που χρειάζεται είναι να έχεις συνέπεια με αυτό που θέλεις εσωτερικά πολύ. Δηλαδή να ακούς την εσωτερική σου φωνή και να κάνεις πράγματα τα οποία πιστεύεις. Εγώ σε αυτό είμαι πολύ ανορθόδοξος. Θέλω να πω ότι κάνω πολύ ετερόκλητα πράγματα στην υποκριτική, κάτι που έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα για μένα, γιατί έτσι έχει ενδιαφέρον πάντα αυτό που κάνω, δε με κουράζει και δε βαριέμαι…Ε, για τους θεατές όμως είναι λίγο περίεργο. Με την έννοια ότι δε μπορούν “να σε βρουν”, δε ξέρουν τι θα δουν, αν θα δουν κωμωδία, αν θα είναι ένα πραγματικό έργο, αν θα είναι ένα έργο το οποίο θα αφορά λιγότερο κόσμο από ό,τι ένα πιο mainstream πράγμα… Δεν το σκέφτομαι όμως εγώ έτσι. Κάθε φορά το κριτήριο για μένα είναι βαθύτατα εσωτερικό.

 

 

 

Αν και συνήθως είναι από τις πρώτες ερωτήσεις, που κάνει ένας δημοσιογράφος, εγώ την έχω αφήσει για το τέλος. Ο δρόμος της Τέχνης και η ενασχόλησή σας με αυτήν υπήρξε μονόδρομος για εσάς ή κάτι που προέκυψε στην πορεία της ζωής σας; Με βάση την πολύχρονη αλλά και πολυποίκιλλη εμπειρία σας, τι θα συμβουλεύατε κάποιον νεαρό συνάδελφό σας; 

Για μένα η υποκριτική ήταν μια απόφαση χωρίς καμία λογική, από την εφηβεία μου ακόμα. Νωρίς στην εφηβεία μου, δηλαδή, αποφάσισα ότι τα μόνα πράγματα, τα οποία δε βαριέμαι και δεν τεμπελιάζω να κάνω είναι αυτά τα πράγματα που έκανα εκ των υστέρων. Νομίζω ότι όλα αυτά έγιναν χωρίς καμία συνείδηση. Χωρίς να έχω συνείδηση, δηλαδή, του τι ακριβώς επιλέγω. Ήταν μια παρόρμηση, αλλά πολύ ισχυρή και σχεδόν μονόδρομος όπως το είπατε… Φυσικά ως παιδί, δε σκέφτηκα ούτε τις συνέπειες, ούτε πόσο παράτολμη ήταν… Ήταν μία πολύ επιπόλαιη επιλογή, αλλά τελικά καθόρισε τη ζωή μου. Εκ των υστέρων δεν μπορώ να κάνω απολογισμούς. Δεν ξέρω γιατί το αποφάσισα. Είναι υπαρξιακή η σχέση. Αυτό θέλω να κάνω και τίποτα άλλο. Και βέβαια ήταν και ένας πολύ δύσκολος δρόμος. Πολλά χρόνια, πολύ μεγάλη προετοιμασία, πολλές απορρίψεις, πολλές δυσκολίες. Και φυσικά οικονομικές δυσκολίες τεράστιες. Για πολλά χρόνια δε μπορείς ούτε να διανοηθείς ότι μπορείς να ζήσεις από αυτή τη δουλειά. Σε ένα νέο παιδί, λοιπόν, πρέπει να πεις ότι αυτό που επιλέγει είναι ένα πράγμα πάρα πολύ δύσκολο, με ελάχιστες πιθανότητες να πάει καλά και να μπορούν να πραγματοποιηθούν κάποια όνειρά του. Κυρίως το κίνητρο πρέπει να είναι εσωτερικό και να έχεις σχέση ζωής με αυτό. Αν έχεις απόλυτο πάθος και αφοσίωση, τα πράγματα μπορεί να έχουν ενδιαφέρον. Αλλιώς, αν είναι απλά μια επιλογή επαγγελματική ή αν σε έχουν γοητεύσει άλλα πράγματα σε αυτή τη δουλειά, είναι λάθος… “Όποιος αντέξει” είναι αυτή η δουλειά. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Όταν μιλάω λοιπόν με νέα παιδιά, τους αποτρέπω, αλλά το κάνω γιατί ξέρω ότι θα συμβούν δύο πράγματα. Ή θα τους πείσω, που σημαίνει ότι δεν το ήθελαν πολύ, ή αν δεν τους πείσω, σημαίνει ότι ή πραγματικά το θέλανε ή δεν έχουν καμία αίσθηση της πραγματικότητας. Οπότε, αν τους αποτρέπω, θεωρώ ότι ίσως να τους κάνω καλό. Αν πειστούν και αποφασίσουν ότι δε μπορούν να το κάνουν, μάλλον δεν κάνουν για αυτήν την δουλειά ή αν δεν πειστούν μάλλον κάνουν για αυτή την δουλειά και θα προχωρήσουν…. Αλλά μάλλον…Δεν είναι τίποτα σίγουρο. Τα πράγματα δεν είναι σίγουρα ούτε τώρα, ούτε ήταν παλιότερα. Τα πράγματα ήταν πάντα πολύ δύσκολα σε αυτή τη δουλειά. Βέβαια, τώρα σε εποχές κρίσης, που δε μπορείς να ζήσεις έτσι κι αλλιώς στη χώρα, με όλα τα προβλήματα που έχουμε, τα πράγματα γίνονται πολύ πιο σκοτεινά, πολύ πιο δύσκολα, χωρίς ελπίδα και αισιοδοξία.

 

Τι συμβουλή θα δίνατε σε εσάς τον ίδιο, αν μπορούσατε να γυρίσατε τον χρόνο πίσω, έχοντας την εμπειρία του σήμερα;

Το μόνο πράγμα που δεν έκανα, ήταν να πάω ένα μεγάλο ταξίδι στο εξωτερικό, να αντλήσω εμπειρίες. Ίσως να κάνω και κάποιες επιπλέον θεωρητικές σπουδές. Έπρεπε να ζήσω λίγο ήρεμα. Θα ήθελα να το έχω κάνει αυτό, γιατι το θεωρώ έλλειψη. Αν μπορώ, λοιπόν, να πω ότι κάτι δεν έχω κάνει, είναι αυτό το ταξίδι στο εξωτερικό, το οποίο θα ήταν σημαντικό. Εννοώ να παραμείνω κάποιο χρόνο. Όχι 15 μέρες και 20. Νομίζω το να ζησω 1-2 χρονια στο εξωτερικό θα ήταν σημαντικά. Αλλάζει η οπτική των πραγματων. Προσπαθείς και από εδώ βέβαια, να δεις τι συμβαίνει έξω, ή με μικρά ταξίδια στα φεστιβάλ, τα οποία είναι σημαντικά, αλλά δε μπορούν να υποκαταστήσουν μία παραμονή και μία εμπειρία, κυρίως στα νιάτα σου… Τώρα δε μπορώ όμως να το κάνω. Έπρεπε να γίνει, όταν ήμουνα πιτσιρικάς… 

 

Από τα επόμενα σχέδιά σας υπάρχει κάτι που μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας;

Όχι! Είναι χαοτικά όπως πάντα! (γέλια) Είναι θεατρικά κυρίως όμως. Αυτό μπορώ να το πω. Όλα αφορούν το θέατρο αυτή τη στιγμή.

 

 

 

Το Ταβλι!

Λίγα λόγια για την παράσταση:

 

Το Δη.Πε.Θέατρο Κοζάνης παρουσιάζει σε καλοκαιρινή περιοδεία την κωμωδία του Δημήτρη Κεχαΐδη

Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης και ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης σε μια παρτίδα δεξιοτεχνίας σε σκηνοθεσία Λευτέρη Γιοβανίδη παρουσιάζουν ΤΟ ΤΑΒΛΙ του Δημήτρη Κεχαΐδη. Μια κωμωδία χαρακτήρων, που αποδίδεται γλαφυρά η νεοελληνική πραγματικότητα και το ενδόμυχο όνειρο του νεοέλληνα «να πιάσει την καλή».

Ο Φώντας (Γεράσιμος Σκιαδαρέσης) και ο Κόλιας (Ιεροκλής Μιχαηλίδης) δυο φίλοι και κουνιάδοι, κάθονται ένα ζεστό αυγουστιάτικο απόγευμα μετά από ένα μεσημεριανό ύπνο, την ώρα του ιερού απογευματινού καφέ στη βεράντα τους και συζητούν πως θα πιάσουν την καλή και θα γλυτώσουν από τη φτώχεια τους. Το σχέδιο «όπως πάντα» καλά οργανωμένο και σίγουρο, μας δείχνει όλο το νεοελληνικό όνειρο που πλάθεται από ευτελή υλικά. Οι δυο ήρωες μας, ο Φώντας, άνθρωπος της πιάτσας και ο Κόλιας πρώην αντιστασιακός και νυν λαχειοπώλης, ονειρεύονται να στήσουν μαζί μια κομπίνα, με στόχο τα μεγάλα κέρδη και την είσοδο στην υψηλή κοινωνία. Δύο χαρακτήρες αυθεντικοί, λαϊκοί, οικείοι, αναγνωρίσιμοι, τραγικοί και κωμικοί συνάμα, συνοψίζουν την ουσία της νεοελληνικής φιλοσοφίας.

Το “Τάβλι”, είναι έργο προφητικό και γι’ αυτό πάντα επίκαιρο, πρωτοανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης τον Φεβρουάριο του 1972, μεσούσης της δικτατορίας, σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν, με πρωταγωνιστές τον Νικήτα Τσακίρογλου ως Φώντα και τον Γιάννη Μόρτζο ως Κόλια. Από τότε, ανεβαίνει συχνά στις θεατρικές σκηνές, γεγονός που καταδεικνύει την οξυδερκή ματιά του συγγραφέα στη νεοελληνική νοοτροπία. 

Κείμενο : Δημήτρης Κεχαΐδης

Σκηνοθεσία: Λευτέρης Γιοβανίδης

Σκηνικά: Πουλχερία Τζόβα

Κοστούμια: Μαρία Παπαδοπούλου

Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου

Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος

Bοηθός Σκηνοθέτη: Νίκη Σκιαδαρέση

Με τους : Ιεροκλή Μιχαηλίδη και Γεράσιμο Σκιαδαρέση

 

ΘΕΑΤΡΟ ΚΗΠΟΥ

(πλ.ΧΑΝΘ – τηλ. 2310 256 775)

 

 

[email protected]

Journalist, blogger, dreamer... Believe you can. And you're halfway there!